- αντίβολο
- αντίβολο, το και αντιβόλαιο, τοπρωτότυπο χειρόγραφο ή σχέδιο με το οποίο συγκρίνονται αντίγραφα, για να διαπιστωθεί η ακρίβειά τους: Δεν υπάρχει δυστυχώς αντίβολο, για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των αντιγράφων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.